- σπασμοί
- (Ιατρ.). Απότομες, διαλείπουσες και ακούσιες συσπάσεις, που μπορεί να αφορούν τους μυς ολόκληρου του σώματος ή μόνο ορισμένες μυϊκές ομάδες. Διακρίνονται σε τονικούς, στους οποίους η μυϊκή σύσπαση διαρκεί αρκετά, και κλονικούς, στους οποίους εναλλάσσεται με χαλάρωση των μυών. Πολύ συχνά οι σ. αρχίζουν ως τονικοί και ύστερα από μικρή περίοδο συνεχίζονται ως κλονικοί. Η διάρκεια ενός επεισοδίου ποικίλλει από λίγα δευτερόλεπτα ως και μερικές ημέρες. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να αφορά ολόκληρο το σώμα (γενικευμένοι σ., που συνοδεύονται από απώλεια της συνείδησης) ή ν’ αρχίζουν από μια περιοχή του σώματος και αμέσως μετά να γενικεύονται. Η συχνότερη αιτία τους είναι η επιληψία. Ένας ιδιαίτερος τύπος είναι εκείνος των νεογνών, που οφείλεται πάντα σε βλάβες του εγκέφαλου. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να υποχωρήσει από μόνο του ή να εξελιχθεί σε επιληψία. Σε μερικά άτομα της πρώτης και δεύτερης παιδικής ηλικίας μπορεί, όταν η θερμοκρασία του σώματος ανυψωθεί απότομα, να εμφανιστούν οι λεγόμενοι πυρετικοί σ. Η μείωση εξάλλου της ποσότητας του ασβεστίου στο αίμα μπορεί να παρουσιάσει τους λεγόμενους τετανικούς και η ελάττωση της ποσότητας του σακχάρου τους υπογλυκαιμικούς. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και σε νοσήματα του κεντρικού νευρικού συστήματος, όπως μηνιγγίτιδες, εγκεφαλίτιδες και όγκοι του εγκέφαλου. Για την αιτιολογική διάγνωσή τους, ιδιαίτερα χρήσιμο είναι το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Στην ψυχιατρική οι σ. μπορεί να προκληθούν τεχνητά, για θεραπευτικούς σκοπούς, με ηλεκτροσόκ ή με άλλα μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.